- ρύτρον
- τὸ, Αευχαριστήρια θυσία ή προσφορά για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ῥῡτραλυτήρια, σωτήρια, σῶστρα», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -τρον (πρβλ. κόμισ-ρον, σῶσ-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.